- φωτομικρογραφία
- η, Νφωτογραφία αόρατου με γυμνό οφθαλμό αντικειμένου με τη χρησιμοποίηση μικροσκοπίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. photomicrography < φωτ(ο)-* + μικρογραφία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φωτομικρογραφία — η μικρογραφία που γίνεται με φωτογραφικά μέσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… … Dictionary of Greek